-
1 νομή
νομή, ἡ, 1) wie νομός, Weideplatz, Weide; ποιμνίων νομάς, Soph. O. R. 760; oft in Prosa: ἔνϑα τὰς νομὰς τῶν βοῶν εἶχεν, Her. 1, 110; οἱ ἵπποι μετιέντες τὰς νομὰς νέμεσϑαι, 1, 78; Xen. An. 5, 3, 9 u. Sp.; – auch die Nahrung, das Futter, ἡ προςήκουσα ψυχῆς νομὴ ἐκ τοῦ ἐκεῖ λειμῶνος τυγχάνει οὖσα, Plat. Phaedr. 248 b; νομῆς οὐκ ἦν σπάνις, Legg. III, 679 a. – Bei Xen. An. 3, 5, 2, νομαὶ πολλαὶ βοσκημάτων διαβιβαζόμεναι κατελήφϑησαν, sind damit Heerden, die weiden, bezeichnet; – ἡ τοῦ πυρὸς νομή, das Umsichfressen, Pol. 1, 48, 5, vgl. 11, 5, 5; auch von einem Geschwür, 1, 81, 6, wie νομαὶ σαρκὸς ϑηριώδεις Plut. de superst. 3; – νομὴν ποιεῖσϑαι, weiden, Arist. H. A. 8, 10. – 2) die V erth eilung, Austheilung; οἱ ϑεοὶ πάσας νομὰς εἶχον, Her. 2, 52; Plat. Prot. 321 c Legg. VIII, 848 b; bes. der Erbschaft, Dem. 36, 12. Bei Hdn. 3, 8, 8u. öfter = donativa.
См. также в других словарях:
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek